εγκάρσιος σύνδεσμος: σύνδεσμος ανάρτησης εγκάρσια τοποθετημένος, που σκοπό έχει να περιορίζει τις εγκάρσιες μετατοπίσεις του τροχού καθώς και τις κλίσεις που παίρνει όταν ασκούνται δυνάμεις σ ‘αυτόν (στις στροφές, τις ανωμαλίες του δρόμου, την επιτάχυνση και το φρενάρισμα).
έδρανα (βάσης): ονομάζονται τα έδρανα (κουζινέτα ή και ρουλεμάν) πάνω στα οποία στηρίζεται ο στροφαλοφόρος άξονας. Επιτρέπουν στον άξονα να περιστραφεί, ενώ εμποδίζουν οποιαδήποτε άλλη κίνησή του. Επειδή οι ταχύτητες περιστροφής που αναπτύσσονται είναι μεγάλες, οι απαιτήσεις για λίπανση των εδράνων είναι ανάλογες.
ειδική ισχύς/ροπή: είναι στην ουσία η αναλογία ιπποδύναμη ροπής (Nm ή χιλιογραμμόμετρων) ανά 1000 κυβικά εκατοστά χωρητικότητας του κινητήρα.
εισαγωγή: η δίοδος μέσω της οποίας οδηγείται το καύσιμο μείγμα μέσα στο θάλαμο καύσης. Το μήκος των αυλών εισαγωγής παίζει σημαντικό ρόλο στις καμπύλες ισχύος και ροπής του κινητήρα. Γι ‘αυτό και τα τελευταία χρόνια οι κατασκευαστές προσανατολίζονται όλο και περισσότερο στην κατασκευή αυλών εισαγωγής μεταβλητού μήκους ώστε να επιτύχουν κατά το δυνατόν καμπύλες απόδοσης κοντά στις ιδανικές.
έκκεντρα: μικρά τμήματα του εκκεντροφόρου, ωοειδούς διατομής, από σκληρυμένο χάλυβα, που σκοπό έχουν να μετατρέπουν την περιστροφή κίνησης του εκκεντροφόρου σε παλινδρομική κίνηση των βαλβίδων εισαγωγής και εξαγωγής. Ανάλογα με τη διατομή τους, τα έκκεντρα καθορίζουν το χρόνο που οι αντίστοιχες βαλβίδες παραμένουν ανοικτές, καθώς και τη μέγιστη διαδρομή τους (βύθισμα) όταν αυτές ανοίγουν.
εκκεντροφόρος άξονας: ο άξονας, που πάνω του φέρει τα έκκεντρα. Στους πιο σύγχρονους κινητήρες αυτοκινήτων, βρίσκεται στο πάνω μέρος της κυλινδροκεφαλής και παίρνει κίνηση από το στροφαλοφόρο μέσω ιμάντα, αλυσίδας, ή γραναζιών. Η ταχύτητα περιστροφής του είναι η μισή απ ‘αυτήν του εκκεντροφόρου. Τα έκκεντρα, που βρίσκονται κατά μήκος του, ωθούν τις βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής προς τα κάτω, επιτρέποντας έτσι στο καύσιμο μείγμα να εισέλθει στο θάλαμο καύσης και στα καυσαέρια να απομακρυνθούν απ ‘αυτόν αντίστοιχα. Σε παλαιότερους κινητήρες, ο εκκεντροφόρος τοποθετείτο στα πλάγια του κινητήρα και κινούσε τις βαλβίδες μέσω ωστικών ράβδων με ζύγωθρα (κοκοράκια). Οι κινητήρες τελευταίας γενιάς χρησιμοποιούν ένα ή δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής και οδηγούν απευθείας τις βαλβίδες. Ετσι ολόκληρος ο μηχανισμός ενεργοποίησης των βαλβίδων γίνεται πιο συμπαγής κι ελαφρύτερος, με αποτέλεσμα οι βαλβίδες να ανοιγοκλείνουν πιο γρήγορα και ο κινητήρας να ανεβάζει ψηλότερα και πιο εύκολα τις στροφές του, προς όφελος της απόδοσης.
εκκεντροφόρος επικεφαλής: σχεδιασμός των βαλβίδων έτσι ώστε ο εκκεντροφόρος άξονας να βρίσκεται ενσωματωμένος στην κυλινδροκεφαλή επάνω από αυτές. Έτσι ο εκκεντροφόρος βρίσκεται κοντύτερα στις βαλβίδες και έτσι τα μέρη του όλου μηχανισμού ανοίγματος και κλεισίματός τους, μπορούν να είναι πιο συμπαγή και ελαφριά. Ετσι οι βαλβίδες μπορούν να ανοιγοκλείνουν πιο γρήγορα και συνεπώς ο κινητήρας μπορεί να ανεβάζει περισσότερο τις στροφές του. Στα συστήματα με έναν εκκεντροφόρο επικεφαλής (SOHC), ο ίδιος εκκεντροφόρος κινεί όλες τις βαλβίδες. Στα συστήματα με δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής (DOHC), ο ένας εκκεντροφόρος κινεί τις βαλβίδες εισαγωγής και ο άλλος τις βαλβίδες εξαγωγής.
ελαστικό ακτινικό (radial tyre): ελαστικά που βασικό τους χαρακτηριστικό, η διάταξη των λινών τους, κατά την ακτίνα του τροχού συνήθως στις 20 μοίρες. Σημαντικότερα πλεονεκτήματά τους, η μικρότερη αντίσταση κύλισης και η διπλάσια σχεδόν διάρκεια ζωής τους σε σχέση με τα συμβατικά ελαστικά (με σταυρωτά λινά). Στην εποχή μας έχουν εκτοπίσει τα συμβατικά ελαστικά, σε όλα τα είδη αυτοκινήτων.
ελαστικός δακτυλιοειδής σύνδεσμος ανάρτησης: απλός σύνδεσμος δύο στοιχείων της ανάρτησης που επιτρέπει περιορισμένη περιστροφική κίνηση. Αποτελείται από δύο ομοαξονικούς χαλύβδινους δακτυλίους που ανάμεσά τους έχουν ένα δακτύλιο από ελαστικό. H ενδοτικότητα του συνδέσμου στις διάφορες κατευθύνσεις επηρεάζει πολύ το κράτημα και την άνεση.
ελαστικού ίχνος πέλματος: το μέρος του πέλματος του ελαστικού, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με το δρόμο. Στα σύγχρονα ελαστικά το σχήμα του ίχνους είναι κυκλικό ή πολύ φαρδιά (ανοιχτή) έλλειψη.
ελαστικού προφίλ: έτσι ονομάζεται το πλαϊνό μέρος του ελαστικού. Ανάλογα με το ύψος του προφίλ του, ένα ελαστικό χαρακτηρίζεται ή όχι σαν «χαμηλού» προφίλ. Το ύψος του είναι πάντα κάποιο εκατοστιαίο ποσοστό του πλάτους του πέλματος του ελαστικού. Ανάλογα με αυτό το ποσοστό, το ελαστικό κατατάσσεται και στην ανάλογη «σειρά». Για παράδειγμα ένα ελαστικό σειράς 60 έχει ύψος πέλματος ίσο με το 60% του πλάτους του πέλματός του.
ελέγχου πρόσφυσης σύστημα: ηλεκτρονικό σύστημα το οποίο εμποδίζει το «σπινάρισμα» των τροχών ελέγχοντας πότε οι κινητήριοι τροχοί πλησιάζουν το όριο απώλειας της πρόσφυσής τους. Τότε το σύστημα μειώνει την ισχύ του κινητήρα ή/και θέτει σε λειτουργία το φρένο του τροχού που σπινάρει.
ελικοειδές γρανάζι: γρανάζι στο οποίο τα δόντια είναι κομμένα έτσι ώστε να σχηματίζουν γωνία σε σχέση με τον άξονα περιστροφής του γραναζιού. Με τον τρόπο αυτόν, οι δυνάμεις που ασκούνται στο γρανάζι παραλαμβάνονται από μεγαλύτερο αριθμό συνεργαζόμενων δοντιών, οπότε αυξάνεται η αντοχή σε καταπονήσεις, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται και ο θόρυβος λειτουργίας. Εξαιτίας της γωνίας που σχηματίζουν με τον άξονα περιστροφής, οι ελικοειδείς οδοντώσεις δημιουργούν αξονικά φορτία που καταπονούν τις σταθερές εδράσεις των ατράκτων.
ελικοειδές ελατήριο: ένα ελαστικό χαλύβδινο σύρμα τυλιγμένο σε μορφή σπείρας η οποία μπορεί να συμπιέζεται ή να εφελκύεται (τεντώνει) χωρίς να παραμορφώνεται μόνιμα. Τα ελικοειδή ελατήρια έχουν πολλές εφαρμογές στα αυτοκίνητα, με πιο σημαντική από αυτές τη χρήση τους στις αναρτήσεις.Μαζί με το αμορτισέρ, αποτελεί το βασικότερο στοιχείο των αναρτήσεων των αυτοκινήτων.
ενδεικτική λυχνία: μονάδα ελέγχου που υπολογίζει πότε ένα αυτοκίνητο χρειάζεται service, ανάλογα με τον τρόπο χρήσης του. Ο οδηγός ενημερώνεται με μια προειδοποιητική λυχνία στο ταμπλό.
ενδοτικότητα ανάρτησης: μια ελαφριά ελαστικότητα των συνδέσμων της ανάρτησης που επιτρέπει την απορρόφηση βίαιων χτυπημάτων. Μια ανάρτηση με σωστή ενδοτικότητα επιτρέπει την προς τα πίσω κίνηση των τροχών στις λακκούβες, αλλά όχι την εγκάρσια κίνηση των τροχών στις στροφές.
ενεργά προσκέφαλα: προηγμένο σύστημα ασφαλείας που περιορίζει τον κίνδυνο τραυματισμού από τράνταγμα σε πιθανή εκ των όπισθεν σύγκρουση. Με το χτύπημα, το πάνω μέρος του σώματος πιέζει ένα σύστημα μοχλών στην πλάτη του καθίσματος και ενεργοποιείται η προς τα πάνω/εμπρός κίνηση του προσκέφαλου. Επομένως προστατεύει το κεφάλι πριν αυτό εκτοξευθεί προς τα πίσω.
ενεργητική ανάρτηση: πολύπλοκο σύστημα ανάρτησης που, αντί για ελατήρια και αποσβεστήρες, χρησιμοποιεί ενεργά στοιχεία για τον έλεγχο των κινήσεων των τροχών τα οποία λειτουργούν με υδραυλικό ή με μηχανικό τρόπο. H λειτουργία του συστήματος ελέγχεται από ένα μικροεπεξεργαστή. O έλεγχος των τροχών που επιτυγχάνεται με ένα σύστημα ενεργητικής ανάρτησης είναι ο καλύτερος δυνατός για τις εκάστοτε συνθήκες οδήγησης.
ενεργητική ασφάλεια: είναι το σύνολο που δημιουργεί η απόδοση του κινητήρα το setup της ανάρτησης, η ορατότητα και η εργονομία (όπως θέση οδήγησης, πρόσβαση σε χειριστήρια) που χαρακτηρίζει το κατά πόσον ένα αυτοκίνητο μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή ενός ατυχήματος και να είναι ασφαλές κατά την κίνησή του στο δρόμο.
εξαγωγή: η δίοδος της κυλινδροκεφαλής που οδηγεί τα αέρια της καύσης μέσω των βαλβίδων εξαγωγής προς την εξάτμιση.
επανακυκλοφορούντα σφαιρίδια: μηχανισμός συστήματος διεύθυνσης στον οποίο ο άξονας του τιμονιού κινεί έναν ατέρμονα κοχλία που με τη σειρά του κινεί ένα οδοντωτό μεταλλικό σώμα εμπρός ή πίσω. Έδρανα σε σχήμα μικρών σφαιρών, που κινούνται συνεχώς επανακυκλοφορώντας σε μια ατέρμονα διαδρομή, μειώνουν την τριβή ανάμεσα στον ατέρμονα κοχλία και το οδοντωτό μεταλλικό σώμα. Καθώς το μεταλλικό σώμα κινείται, η οδόντωση του κινεί ένα γρανάζι που συνδέεται με το σύνδεσμο που μεταδίδει την κίνηση στο μηχανισμό αλλαγής διεύθυνσης των τροχών.
επαναφορά: η τάση του τιμονιού να επανέρχεται μόνο του στη θέση της ευθείας όταν εκτραπεί απ ‘αυτή. Οφείλεται στη γεωμετρία του εμπρός συστήματος των αυτοκινήτων (γωνία κάστερ) και αυξάνει την ευστάθειά τους στην ευθεία, καθώς μικρές εκτροπές διορθώνονται μόνες τους, χωρίς να απαιτείται παρέμβαση από τον οδηγό.
εργονομία: η εργοστασιακή τοποθέτηση των διαφόρων εξαρτημάτων και χειριστηρίων των αυτοκινήτων, με σκοπό την εύκολη απομνημόνευση των θέσεών τους, αλλά και τον απροβλημάτιστο χειρισμό τους, χωρίς να απασχολείται ο οδηγός.
ευθυγράμμιση: διαδικασία κατά την οποία εξετάζεται αν η γεωμετρία (γωνίες κάμπερ, κάστερ κ.λ.π.) της εμπρός συνήθως αλλά και της πίσω ανάρτησης, βρίσκονται μέσα στα όρια που προβλέπει ο κατασκευαστής. Μικρές μεταβολές μιας από τις παραπάνω γωνίες μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές στη συμπεριφορά του οχήματος, γι‘ αυτό και είναι απαραίτητο ο έλεγχος της ευθυγράμμισης να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
ευστάθεια στην ευθεία: η ικανότητα ενός αυτοκινήτου να μην επηρεάζεται από τις ανωμαλίες του δρόμου και να συνεχίζει την ευθεία κίνηση του.