μανόμετρο: όργανο μέτρησης της πίεσης (συνήθως σε bar). Χρησιμοποιείται σε αυτοκίνητα με κινητήρες τούρμπο, δίνοντας πληροφορίες στον οδηγό για την πίεση του αέρα εισαγωγής.
μαρσπιέ: ονομάζεται το τμήμα του αμαξώματος κάτω από τις πόρτες του αυτοκινήτου. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δομικά στοιχεία του αμαξώματος.
μετατροπέας ροπής: σύστημα που χρησιμοποιείται σε αυτόματα κιβώτια, λειτουργεί υδραυλικά και παίζει το ρόλο του συμπλέκτη. Αποτελείται από δύο φτερωτές, μέσα σε στεγανό κέλυφος γεμάτο ειδικό λάδι. Η μια φτερωτή είναι συνδεδεμένη με τον κινητήρα και λέγεται φτερωτή εισόδου, ενώ η άλλη φτερωτή είναι συνδεδεμένη με το κιβώτιο ταχυτήτων και λέγεται φτερωτή εξόδου. Καθώς ο κινητήρας επιταχύνει, η φτερωτή εισόδου θέτει σε κίνηση το λάδι, το οποίο με τη σειρά του κινεί τη φτερωτή εξόδου. Με τον τρόπο αυτό μεταδίδεται ομαλά η κίνηση από τον κινητήρα στο κιβώτιο ταχυτήτων. Κατά την επιτάχυνση, η ολίσθηση ανάμεσα στις δύο φτερωτές έχει σαν αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της ροπής (μέχρι ένα όριο, το stall ratio ή ελληνιστί λόγο «ανακοπής»). Σε κατάσταση σταθερής λειτουργίας δεν υπάρχει ολίσθηση μεταξύ των δύο φτερωτών, οπότε ο λόγος μετάδοσης του μετατροπέα ροπής είναι 1:1.
μεταφορά φορτίου: η τάση της ανάρτησης να αδρανεί κατά την αλλαγή πορείας ή την επιτάχυνση/επιβράδυνση, μεταφέροντας το βάρος του αυτοκινήτου από εμπρός προς τα πίσω ή από δεξιά προς τ’ αριστερά.
μίζα: σύστημα εκκίνησης των κινητήρων εσωτερικής καύσης, οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα να αρχίσουν να λειτουργούν αυτοδύναμα. Αποτελείται από έναν ηλεκτροκινητήρα συνεχούς ρεύματος, που παίρνει ρεύμα από τη μπαταρία του αυτοκινήτου κι από ένα σύστημα σύμπλεξης αποσύμπλεξης αυτού του κινητήρα με το σφόνδυλο του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Η λειτουργία της μίζας απαιτεί από την μπαταρία ρεύμα μεγάλης έντασης (έως 400 Α).
μονοκό: τύπος αυτοφερόμενου πλαισίου εξαιρετικά μεγάλης αντοχής, η οποία οφείλεται στη χρήση λεπτών, προσεκτικά σχεδιασμένων και συγκολλημένων χαλύβδινων φύλλων, τα οποία σχηματίζουν ένα κλειστό κέλυφος.
μουαγιέ (ή πλήμνη): μεταλλικό κομμάτι (από χυτοσίδηρο και σπανιότερα αλουμίνιο), που στηρίζει τον τροχό και τον συνδέει με την ανάρτηση του αυτοκινήτου. Πάνω σ‘ αυτήν προσαρμόζεται το αντίστοιχο φρένο (δίσκος ή ταμπούρο) και εδράζονται οι βραχίονες της ανάρτησης, το αντίστοιχο γόνατο (αν υπάρχει) ή το αμορτισέρ, και (αν η πλήμνη είναι μπροστινή) το ακρόμπαρο του συστήματος διεύθυνσης. Μέσα στην πλήμνη βρίσκεται το ρουλεμάν του τροχού.
μουλάρι: όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των αυτοκινήτων με τα οποία οι αγωνιζόμενοι κάνουν δοκιμές πριν από κάποιο αγώνα ράλλυ. Συνήθως είναι ίδιου τύπου με το αγωνιστικό αυτοκίνητο, εφοδιασμένο με όλον τον εξοπλισμό ασφαλείας που απαιτείται, αλλά έχει μικρότερη ιπποδύναμη κι όχι τόσο εξελιγμένα μηχανικά μέρη.
μπάκετ κάθισμα: λέξη που προέρχεται από την αγγλική Bucket, που σημαίνει κουβάς. Περιγράφει το κάθισμα που έχει ειδικές προεξοχές για να στηρίζει καλύτερα τον κορμό και τους μηρούς του οδηγού. Κατασκευάζεται συνήθως από ελαφρά μέταλλα ή συνθετικά υλικά για να ζυγίζει όσο το δυνατό λιγότερο, δεν περιέχει σχεδόν καθόλου στρώσεις αφρώδους υλικού και χρησιμοποιείται κυρίως σε αγωνιστικά αυτοκίνητα.
μπιέλα (διωστήρας): μεταλλική ράβδος, που συνδέει το έμβολο με το αντίστοιχο στρόφαλο του στροφαλοφόρου άξονα. Μέσω μπιέλας, μετατρέπεται η παλινδρομική κίνηση του εμβόλου σε περιστροφική. Το μήκος της εξαρτάται από την ακτίνα περιστροφής του στροφάλου. Είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να παρουσιάζει μεγάλη αντοχή σε κάμψη και συμπίεση για να είναι σε θέση να παραλαμβάνει τις δυνάμεις που αναπτύσσονται στο θάλαμο καύσης.
μπλοκ κινητήρα: το κυρίως τμήμα του κινητήρα, αυτό που περιλαμβάνει τους κυλίνδρους. Κατασκευάζεται με χύτευση από χυτοσίδηρο ή αλουμίνιο και φέρει οπές από όπου περνά το ψυκτικό υγρό και το λιπαντικό. Πάνω στο μπλοκ βιδώνεται η κυλινδροκεφαλή και ο στροφαλοθάλαμος, με μεσολάβηση φλαντζών (λεπτών μεταλλικών ελασμάτων) για στεγανοποίηση.
μπλοκάρισμα φρένων: το φαινόμενο κατά το οποίο οι τροχοί σταματούν να περιστρέφονται και αρχίζουν να ολισθαίνουν κατά το φρενάρισμα. Κατάσταση επικίνδυνη, καθώς το αυτοκίνητο παύει να ελέγχεται από το σύστημα διεύθυνσης. Για την αποφυγή του εξελίχθηκαν τα συστήματα ABS . H μέγιστη αντίσταση στην κίνηση του αυτοκινήτου αναπτύσσεται κατά τη στιγμή της μετάβασης από την μια κατάσταση στην άλλη. Έτσι η απόσταση φρεναρίσματος γίνεται ελάχιστη όταν οι τροχοί βρίσκονται διαρκώς στο όριο μπλοκαρίσματος, χωρίς όμως να μπλοκάρουν ποτέ. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί από ένα μέσον οδηγό, εκτός και αν οδηγεί αυτοκίνητο με αντιολισθητικό σύστημα πέδησης (ABS) (και πάλι εξαρτάται από τη ρύθμιση του ABS). Το μπλοκάρισμα μόνο των μπροστινών τροχών είναι πιο ασφαλής κατάσταση από το μπλοκάρισμα μόνο των πίσω τροχών.
μύτη-τακούνι: τεχνική κατεβάσματος ταχυτήτων με συγχρονισμό των στροφών του κινητήρα, ενώ ταυτόχρονα φρενάρουμε (δημοφιλής παλιότερα όταν δεν υπήρχαν κιβώτια με σύστημα συγχρονισμού). Πατάμε το φρένο με τη μύτη του δεξιού μας ποδιού και με τη φτέρνα ή το πλάι του ποδιού πατάμε το γκάζι και ανεβάζουμε τις στροφές του κινητήρα καθώς κατεβάζουμε ταχύτητα. Το αριστερό πόδι χειρίζεται το συμπλέκτη όπως σε μια συνηθισμένη περίπτωση διπλής αποσύμπλεξης, δηλαδή η ακολουθία κινήσεων της τεχνικής «μύτη τακούνι» είναι η ακόλουθη: πατάμε φρένο με τη μύτη του δεξιού ποδιού, πατάμε με το αριστερό συμπλέκτη και βάζουμε νεκρό, αφήνουμε το συμπλέκτη και αυξάνουμε τις στροφές με τη φτέρνα του δεξιού ποδιού συνεχίζοντας να φρενάρουμε με τη μύτη, ξαναπατάμε το συμπλέκτη και κατεβάζουμε ταχύτητα. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνουμε ομαλότερα κατεβάσματα ταχυτήτων.